- κυτμίς
- κυτμίς, ίδος, ἡ, a kind of soothingA ointment, Luc.Alex.22 (pl.), 53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυτμίς — κυτμίς, ίδος, ἡ (Α) είδος αλοιφής από γίδινο λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κυτμίδα — κυτμίς ointment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυτμίδες — κυτμίς ointment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)